- Αντίκες
- Antiquitäten pl
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
αντίκα — η (λ. ιταλ.) 1. αρχαίο νόμισμα: Οργώνοντας το χωράφι του βρήκε κάμποσες αντίκες. 2. κάθε πράγμα αρχαίο, παλιό: Τις αντίκες τις φυλάνε στα μουσεία. 3. άνθρωπος ικανός, πολύπειρος: Σου είναι μια αντίκα αυτός που βλέπεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek